- μουχρώνω
- 1. (ως τριτοπρόσ.) μουχρώνειαρχίζει να νυχτώνει να πέφτει το σκοτάδι, σουρουπώνει, βραδιάζει («μόλις άρχισε να μουχρώνει, ο ουρανός πήρε ένα ωραίο χρώμα»)2. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρκμ.) μουχρωμένοςσκοτεινός («έφευγε η μέρα πια κι ο μουχρωμένος αγέρας εξαλάφρωσε απ' τους κόπους τα ζωντανά τής γης», Καζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μουχρός*].
Dictionary of Greek. 2013.